μέμψη

μέμψη
η (ΑM μέμψις) [μέμφομαι]
1. μομφή, επίπληξη («μέμψιν δικαίαν μέμφομαι», Αριστοφ.)
2. παράπονο
νεοελλ.
φρ. «μέμψη αστόργου δωρεάς» — αγωγή για την ανατροπή τών τελευταίων δωρεών τού κληρονομουμένου όταν με την περιουσία που αφήνει δεν καλύπτεται η νόμιμη μοίρα αναγκαίου κληρονόμου του
μσν.
1. ντροπή, όνειδος
2. ελάττωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μέμψῃ — μέμφομαι blame aor subj mid 2nd sg μέμφομαι blame fut ind mid 2nd sg μέμψηι , μέμψις blame fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέμψηι — μέμψῃ , μέμφομαι blame aor subj mid 2nd sg μέμψῃ , μέμφομαι blame fut ind mid 2nd sg μέμψις blame fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέμφειρα — μέμφειρα, ἡ (Α) μέμψη, μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ειρα κατά το πρέσβειρα] …   Dictionary of Greek

  • μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… …   Dictionary of Greek

  • μεμφωλή — μεμφωλή, ἡ (Α) μέμψη, μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ωλή (πρβλ. ευχ ωλή)] …   Dictionary of Greek

  • μόμφος — μόμφος, ὁ (Α) μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μομφή με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”